δαίτας

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
= μεριστάς (sc. μεριστής).
Étymologie: mot macédonien - cf. δαίω.