δαιμονοπαρμένος

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο 1. όποιος βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση, ο δαιμονισμένος
2. ο υπνοβάτης.