δακρυρροώ
From LSJ
(AM δακρυρροῶ, -έω) δακρύρροος
1. χύνω δάκρυα, κλαίω
2. (για τα μάτια) στάζω δάκρυα, δακρύζω («ὄμμ' ἰδὼν δακρυρροοῦν»)
αρχ.-μσν.
1. κλαίω, θρηνώ κάποιον
2. (για φυτά) στάζω υγρό, ρετσίνι ή κόμμι («περὶ δακρυρροουσῶν ἀμπέλων», Γεωπονικόν).