δακτυλοσφίγγω
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
δακτυλοσφίγγω (Μ)
(για δαχτυλίδι) σφίγγω το δάχτυλο.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
δακτυλοσφίγγω (Μ)
(για δαχτυλίδι) σφίγγω το δάχτυλο.