δαμασμός

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek (Liddell-Scott)

δαμασμός: ὁ, = δάμασις, μτγν.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
doma τὰ δὲ (κτήνη) δαμασμοῦ καὶ ὑποταγῆς χρῄζοντα Heph.Astr.Epit.4.91.13
fig. doma de las pasiones, sometimiento, represión τῶν παθῶν Pall.H.Laus.2.1, τοῦ φρονήματος Nil.M.79.194B, cf. Mac.Aeg.Hom.23.2.

Greek Monolingual

ο (AM δαμασμός) δαμάζω
το δάμασμα.