δαμιλής

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Mantoulidis Etymological

(=ἄφθονος). Ἀπό τή ρίζα δαπ- τοῦ δάπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.