δαπανηρῶς
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
French (Bailly abrégé)
adv.
à grands frais.
Étymologie: δαπανηρός.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπᾰνηρῶς: с большими издержками (μὴ δ. τειχισθῆναι τὸ τεῖχος Xen.).