δασίλα

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

Greek Monolingual

η δάσος
η μυρωδιά του δάσους ή από τα φύλλα και τα άνθη την άνοιξη ή από τα σάπια φύλλα τον χειμώνα.