δασιασμένος
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
-η, -ο
ο δασερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος, σχηματισμός κατά τα σε -ιασμένος, αναλογικά προς το σχήμα πάθος-παθιάζομαι-παθιασμένος].