δασμοφορία

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δασμοφορία Medium diacritics: δασμοφορία Low diacritics: δασμοφορία Capitals: ΔΑΣΜΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: dasmophoría Transliteration B: dasmophoria Transliteration C: dasmoforia Beta Code: dasmofori/a

English (LSJ)

ἡ, payment of tribute, Agath.5.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
tributo, pago de un tributo ὁ δὲ δασμοφορίαν ... ἐπιθεῖναι τακτὴν διακελεύεται Agath.5.2.3, cf. Men.Prot.6.1.568.

Greek Monolingual

δασμοφορία, η (Α) δασμοφόρος
η πληρωμή του καθορισμένου φόρου.