δασόβιος

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

-α, -ο
(για ζώα και φυτά) όποιος ζει και αναπτύσσεται σε δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, δασμόβιος, μηχανόβιος)].