δασόβιος

From LSJ

ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
(για ζώα και φυτά) όποιος ζει και αναπτύσσεται σε δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, δασμόβιος, μηχανόβιος)].