δαῦλος
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δαυλός Str.9.3.13, Hdn.Gr.1.156, Nonn.D.6.160, Sud.
I 1tupido, frondoso, denso, espeso ὑπήνη A.Fr.27, γένεια Nonn.l.c., cf. Hsch., Sud., Zonar.
2 fig. intrincado, inescrutable δαῦλοι γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι (Διός) intrincados y sombríos se extienden los caminos de la mente (de Zeus) A.Supp.93.
3 v. δαλός.
II subst. τὸ δ. bosque, espesura καλεῖσθαι δὲ τὰ δασέα ὑπὸ τῶν πάλαι δαῦλα Paus.10.4.7, cf. Eust.274.22
•tb. ὁ δ.: δαυλοὺς γὰρ καλοῦσι τὰ δάση Str.l.c.
• Etimología: Es poco verosímil la rel. c. δασύς. Quizá de δα-, prefijo intensivo (cf. δάσκιος) y -υλος (cf. ὕλη).