δειγματοληψία

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

η δειγματολήπτης
1. η λήψη δειγμάτων ενός εμπορεύματος για δοκιμή ή καθορισμό της ποιότητάς ή της τιμής του
2. η επιλογή χαρακτηριστικών δειγμάτων ή παραδειγμάτων που καθιστά δυνατή την κρίση για το σύνολο
3. ναυτ. η λήψη δείγματος θαλάσσιου βυθού με τον δειγματολήπτη.