δειγματοληψία

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek Monolingual

η δειγματολήπτης
1. η λήψη δειγμάτων ενός εμπορεύματος για δοκιμή ή καθορισμό της ποιότητάς ή της τιμής του
2. η επιλογή χαρακτηριστικών δειγμάτων ή παραδειγμάτων που καθιστά δυνατή την κρίση για το σύνολο
3. ναυτ. η λήψη δείγματος θαλάσσιου βυθού με τον δειγματολήπτη.