δειματώ

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source

Greek Monolingual

δειματῶ (-όω) (AM) δείμα
1. φοβίζω, εμπνέω φόβο
2. φοβάμαι, τρομάζω.