ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
δειματῶ (-όω) (AM) δείμα1. φοβίζω, εμπνέω φόβο2. φοβάμαι, τρομάζω.