δεινολόγος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
German (Pape)
[Seite 538] übertreibend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δεινολόγος: -ον, = δεινοεπής, Ἀρχ. Λεξ.
Spanish (DGE)
-ον que habla a voces Choerob. en An.Ox.2.194.
Greek Monolingual
ο
(Μ δεινολόγος, -ον)
ο μεμψίμοιρος, ο παραπονιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λόγος < λόγος < λέγω.