δεκάπτυχος
From LSJ
English (LSJ)
δεκάπτυχον, with ten folds: metaph., comprised in ten tablets, Orph.Fr.247.21.
Spanish (DGE)
(δεκάπτῠχος) -ον
1 de diez repliegues, e.e. muy espeso (νέφος) prob. c. ref. impl. al decálogo de Moisés Fr.Ps.Gr.16d.25 (= Orph.Fr.247.21).
2 de diez hojas o tablillas, δελτάριον τετράγωνον μέγα δεκάπτυχον una tablilla rectangular, grande, de diez hojas, PFouad 74.10 (IV d.C.).
Greek Monolingual
δεκάπτυχος, -ον (Α)
1. αυτός ο οποίος έχει δέκα πτυχές
2. όποιος περιλαμβάνεται σε δέκα πίνακες.