άρουρα
Greek Monolingual
η (AM ἄρουρα)
1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή
2. τα χωράφια, οι αγροί
3. η γη, το έδαφος
4. το χώμα
5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο
6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρουρ-ya < (αθέμ. ουδ. ουσ.) αrowŗ (< αρό-ω) + (επίθημα) yă. Για τον σχηματισμό arowŗ με επίθημα r / n πρβλ. ιρλ. arbor «δημητριακό» (< arwŗ), γεν. arbann (< αrwenos). Ο συσχετισμός με σανσκρ. urvάrᾱ- «θερισμός», αβεστ. urvαrᾱ, λατ. arvum «αγρός» δεν είναι ικανοποιητικός. Η λ. άρουρα ως «καλλιεργήσιμη γη» απαντά στον Όμηρο, στις μυκηναϊκές πινακίδες της Πύλου (α-ro-u-ra) καθώς και στην Κυπριακή με σημασία σαφέστερη από αυτήν της λ. αγρός και εντελώς διάφορη από τη σημασία της λ. αλκή, φυταλία, κήπος που χρησιμοποιούνται για αμπέλια ή χωράφια. Στον Θέογνι και στους τραγικούς ποιητές αποκτά μεταφορική έννοια και χαρακτηρίζει τη γυναίκα που μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ στον Ηρόδοτο χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγροτικό μέτρο της Αιγύπτου.
ΠΑΡ. αρουραίος].