δεματιάζω

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

και δεματίζω δεμάτι
1. κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δέματα («δεματιάζω ξύλα, χόρτα κ.τ.ό.»)
2. φρ. α) «δεματιάζω τ' αβγά» — κοπιάζω άδικα
β) «αποκλάδιαζε, αν θες να δεματιάζεις» — πρέπει να εξαλείψεις τις αιτίες τών συγκρούσεων αν θέλεις να συμφιλιώσεις τα αντίθετα μέρη
γ) «κακά δεμάτιασες, κακό φορτίο θα κάνεις» — δουλειά που άρχισε άσχημα δεν θα έχει καλό τέλος.