δενδροβάτης
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
Spanish (DGE)
-ου, ὁ trepador de árboles o parras ληνοβάται καὶ τρυγηταὶ καὶ δενδροβάται pisaúvas, recolectores y los que suben a las parras Ast.Soph.Hom.14.1
•δ.· arborarius n. de un acróbata que trepaba a un árbol en el anfiteatro para escapar de animales salvajes Gloss.3.240
•interpr. en sent. místico relig. ὁ θεῖος ἔρως ... αὐτὸν ... δενδροβάτην παρεσκεύασεν Chrys.M.61.767.
Greek Monolingual
ο (Α δενδροβάτης)
αυτός που σκαρφαλώνει στα δένδρα
νεοελλ.
δενδρόβιος βάτραχος της Νότιας Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -βάτης].