δενδροκαρποφόρος

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

δενδροκαρποφόρος, -ον (Μ)
(για τόπο) που έχει οπωροφόρα δένδρα.