δενδροκαρποφόρος

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

δενδροκαρποφόρος, -ον (Μ)
(για τόπο) που έχει οπωροφόρα δένδρα.