δεντροφτέρι

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

το
το διακοσμητικό φυτό πολυπόδιο το κοινό, το πολυπόδι.