δερματογενής
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που γεννιέται στο δέρμα ή διαπλάθεται και αναπτύσσεται από αυτό
2. φρ. «δερματογενή οστά» — οστά που παράγονται από υμενώδη στρώματα οστεοβλαστών.