δερματογενής

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που γεννιέται στο δέρμα ή διαπλάθεται και αναπτύσσεται από αυτό
2. φρ. «δερματογενή οστά» — οστά που παράγονται από υμενώδη στρώματα οστεοβλαστών.