δερματοπωλείο

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο πωλούνται δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].