δερμοτροπισμός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

ο
η τάση ορισμένων μικροβίων να προσηλώνονται εκλεκτικά σε ιστούς του δέρματος.