δεσμευτήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = δεσμωτήριον, PTeb.567 (i A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
prisión εἰς δ. βάλλεσθαι PTeb.567 (I d.C.).
Greek Monolingual
δεσμευτήριον, το (Α) δεσμεύω
το δεσμωτήριο.
Full diacritics: δεσμευτήριον | Medium diacritics: δεσμευτήριον | Low diacritics: δεσμευτήριον | Capitals: ΔΕΣΜΕΥΤΗΡΙΟΝ |
Transliteration A: desmeutḗrion | Transliteration B: desmeutērion | Transliteration C: desmeftirion | Beta Code: desmeuth/rion |
τό, = δεσμωτήριον, PTeb.567 (i A. D.).
-ου, τό
prisión εἰς δ. βάλλεσθαι PTeb.567 (I d.C.).
δεσμευτήριον, το (Α) δεσμεύω
το δεσμωτήριο.