δεσμευτήριον
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
τό, = δεσμωτήριον, PTeb.567 (i A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
prisión εἰς δ. βάλλεσθαι PTeb.567 (I d.C.).
Greek Monolingual
δεσμευτήριον, το (Α) δεσμεύω
το δεσμωτήριο.