δευσοποιέω
From LSJ
English (LSJ)
dye, stain, τὰς παρειάς Alciphr.3.11: metaph., Dam. Pr.427.
Spanish (DGE)
teñir, colorear τὰς παρειάς Alciphr.2.8.3
•fig. impregnar τὴν οὐσίαν Dam.in Prm.427, δόγματα δευσοποιήσαντα ... τὴν ψυχήν Origenes Cels.1.52
•en v. pas. ὡσπερεὶ δευσοποιηθέντες ἀπὸ τῆς κακίας como embebidos por el vicio Origenes Cels.3.65.
German (Pape)
[Seite 552] färben, schminken, Alciphr. 3, 11.