δευτερότερος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που είναι κατώτερος από κάποιον άλλο στην αξία, τη σημασία, την ποιότητα, ο κατώτερος, ο δευτερεύων.