δημοσσόος
From LSJ
English (LSJ)
δημοσσόον, (σῴζω)
A saving the people: but,
II δημόσσοος, (σεύω) driven away by the people:—both in Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 salvador del pueblo Hsch.
2 desterrado por el pueblo Hsch.
German (Pape)
[Seite 565] Volk errettend, Hesych.; aber δημόσσοος, vom Volk vertrieben, Id.
Greek (Liddell-Scott)
δημοσσόος: -ον, (σῴζω) ὁ σῴζων τὸν λαόν· ἀλλά, ΙΙ. δημόσσοος, (σεύω) δημοδίωκτος, ἀποδιωκόμενος ὑπὸ τοῦ λαοῦ· ἀμφότερα παρ’ Ἡσυχ.