διάπλεος

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

Greek Monolingual

-ον
βλ. διάπλεως.

Russian (Dvoretsky)

διάπλεος: переполненный (κακῶν διάπλεαι πόλεις Plut.).

German (Pape)

auch 3 Endgn, κακῶν διάπλεαι πόλεις Plut. Timol. 11; ganz voll; Theophr.; s. διάπλεως.