διάρημα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
-ατος, τό, = λέμβος, Procop.Aed.6.1 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
embarcación para el transporte de grano ἐς λέμβους ... οὕσπερ καλεῖν διαρήματα νενομίκασιν Procop.Aed.6.1.3, cf. διέραμα.