διάσεισις
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A succussion, of the spine, Gal.18(1).520.
II = διασεισμός, PTeb.41.30 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 extorsión, PTeb.41.30 (II a.C.), UPZ 9.13 (II a.C.).
2 medic. sacudimiento τῆς ῥάχεως Gal.18(1).520
•sucusión ἐπὶ τὴν χειρουργίαν ἐρχόμενοι τῇ διασείσει χρησόμεθα πρότερον Paul.Aeg.6.60.2.
German (Pape)
ἡ, die Erschütterung, Sp.