διάσφαγμα
From LSJ
ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
English (LSJ)
-ατος, τό, = διασφάξ II.2, Hippon. 68A.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
estrecho Σινδικὸν δ. estrecho de los sindos euf. por coño Hippon.4b.
Greek (Liddell-Scott)
διάσφαγμα: -ατος, τό, = διασφάξ ΙΙ, Ἱππῶναξ 61,
Greek Monolingual
διάσφαγμα, το (Α)
1. διασφάξ
2. το γυναικείο αιδοίο.
German (Pape)
τό, der Riß, Spalt, Hippon. bei Schol. Ap.Rh. 4.321.