διαβατάρικος
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
-η, -ο
1. περαστικός, προσωρινός, παροδικός, εφήμερος
2. αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος σ' έναν τόπο
3. αυτός που κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα συνήθως περνά από έναν τόπο («διαβατάρικα πουλιά»).