διαβιώ

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

(-όω) (ΑΝ)
περνώ τη ζωή μου, ζω
αρχ.
1. αναλώνω όλη τη ζωή μου
2. συντηρώ τη ζωή μου.