Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναλώνω

From LSJ

Greek Monolingual

(Μ ἀναλώνω) [ἀναλῶ Ι]
για νεοελλ. σημ. βλ. ἀναλίσκω
μσν.
1. κυριεύω
2. φονεύω
3. καταστρέφω
4. καταργώ, διαγράφω.