διαδράς
From LSJ
French (Bailly abrégé)
v. διαδιδράσκω.
Russian (Dvoretsky)
διαδράς: Her. part. aor. к διαδιδράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαδράς ptc. aor. act. van διαδιδράσκω.
v. διαδιδράσκω.
διαδράς: Her. part. aor. к διαδιδράσκω.
διαδράς ptc. aor. act. van διαδιδράσκω.