διακίνησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, slight movement, Gal.18(1).742.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 movimiento ligero τὴν ἐπὶ βραχὺ γιγνομένην διακίνησιν Gal.18(1).742.
2 paseo, acción de pasear περίπατοι· τόποι διακινήσεων Hsch., cf. Gloss.3.305.
German (Pape)
ἡ, ein leichtes Ausweichen der Knochen, Galen.