διακεντώ
From LSJ
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
(AM διακεντῶ, -έω) κεντώ
1. κεντώ κάτι πέρα ώς πέρα, διατρυπώ
2. στολίζω με κεντήματα, πλουμίζω
αρχ.
ενεργώ παρακέντηση.