γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
διακολῶ (-άω) (Α)1. συγκολλώ, συνενώνω με κόλλα2. συντάσσω με τέχνη, συνταιριάζω με τέχνη.