διακολλώ
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
διακολῶ (-άω) (Α)
1. συγκολλώ, συνενώνω με κόλλα
2. συντάσσω με τέχνη, συνταιριάζω με τέχνη.