διαλεκτικῶς
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
French (Bailly abrégé)
adv.
en dialecticien.
Étymologie: διαλεκτικός.
Spanish
de un modo dialéctico, por un método dialéctico
Russian (Dvoretsky)
διαλεκτικῶς: диалектически (ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat.; συλλογίζεσθαι Arst.).