διαμόνιμος
From LSJ
English (LSJ)
διαμόνιμον, steadfast, πιστὸν καὶ δ. Porph.Abst.1.52. Adv. διαμονίμως = permanently, Phld.Mus.p.67K.
Spanish (DGE)
-ον
1 perdurable οὐδὲ γὰρ φιλίας ... πιστόν τι καὶ διαμόνιμον Porph.Abst.1.52.
2 adv. διαμονίμως = permanentemente Phld.Mus.4.4.33.
Greek (Liddell-Scott)
διαμόνιμος: -ον, μόνιμος, Πορφύρ. Ἀπ. 52.
Greek Monolingual
διαμόνιμος, -ον (AM)
σταθερός.