διαμόνιμος

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμόνῐμος Medium diacritics: διαμόνιμος Low diacritics: διαμόνιμος Capitals: ΔΙΑΜΟΝΙΜΟΣ
Transliteration A: diamónimos Transliteration B: diamonimos Transliteration C: diamonimos Beta Code: diamo/nimos

English (LSJ)

διαμόνιμον, steadfast, πιστὸν καὶ δ. Porph.Abst.1.52. Adv. διαμονίμως = permanently, Phld.Mus.p.67K.

Spanish (DGE)

-ον
1 perdurable οὐδὲ γὰρ φιλίας ... πιστόν τι καὶ διαμόνιμον Porph.Abst.1.52.
2 adv. διαμονίμως = permanentemente Phld.Mus.4.4.33.

Greek (Liddell-Scott)

διαμόνιμος: -ον, μόνιμος, Πορφύρ. Ἀπ. 52.

Greek Monolingual

διαμόνιμος, -ον (AM)
σταθερός.