διαντός
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
διαντή, διαντόν, capable of being wetted, Arist.Mete.385b10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
mojado μαλακτὰ ... ἢ ἑλκτὰ μὴ ὄντα διαντά substancias solidificadas ... que son estirables sin haber sido mojadas Arist.Mete.385b10.
Greek (Liddell-Scott)
διαντός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ὑγράνῃ, ἐπιδεκτικὸς ὑγρότητος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.
Russian (Dvoretsky)
διαντός: вбирающий (в себя) влагу Arst.