διαπαιδαγωγώ

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

(Α διαπαιδαγωγῶ, -έω)
1. επιβλέπω την αγωγή παιδιού
2. ανατρέφω, διαπλάθω τον χαρακτήρα παιδιού
αρχ.
1. περιποιούμαι, τέρπω
2. περνώ τον καιρό μου.