διαπαιδαγωγώ

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

(Α διαπαιδαγωγῶ, -έω)
1. επιβλέπω την αγωγή παιδιού
2. ανατρέφω, διαπλάθω τον χαρακτήρα παιδιού
αρχ.
1. περιποιούμαι, τέρπω
2. περνώ τον καιρό μου.