διαπαροξύνω

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

German (Pape)

[Seite 594] verstärkt παροξύνω, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαροξύνω: ἐπιτετμ. παροξύνω, Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 7, 5.