διαπατώ

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

(I)
διαπατῶ (-άω) (Α) απατώ
εξαπατώ πλήρως.
(II)
διαπατῶ (-έω) (Α) πατώ
καταπατώ.