διαπατώ

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

(I)
διαπατῶ (-άω) (Α) απατώ
εξαπατώ πλήρως.
(II)
διαπατῶ (-έω) (Α) πατώ
καταπατώ.