διαπυΐσκομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., suppurate throughout, Hp.VC2, M.Ant.4.39:—later in Act., Aret.SD1.9.
Greek (Liddell-Scott)
διαπῡΐσκομαι: ἐντελῶς εἰς πῦον μεταβάλλομαι, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898, Μ. Ἀντων. 4. 39.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπυΐσκομαι [διαπυέω] etteren.