διαρραπίζω
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
cuff soundly, Hld.7.7, 8.9 (Pass.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διαραπ- PTeb.798.15 (II a.C.)
golpear, abofetear διαραπίσαντές με καὶ λακτίσαντες εἰς τὴν κοιλίαν PTeb.l.c., ἐνοχλοῦσαν ... διερράπισεν abofeteó a la importuna Hld.7.7.6, en v. pas. διαρραπισθῆναι κελεύσασα Hld.8.9.1
•fig. golpear, forjar en v. pas., de pers. διερραπισμένοι glos. a κεκροτημένοι Sch.Theoc.15.49c, διεπάλυνεν· διερραπίσθη Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρᾰπίζω: ἰσχυρῶς ῥαπίζω, Ἡλιόδ. 7. 7.
German (Pape)
durchohrfeigen, Heliod. 7.7.