διασαλπίζω
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
divulgar κρυφιότητα Ephr.Syr.3.406B.
(Μ διασαλπίζω)
διαλαλώ, διατυμπανίζω.