διατερσαίνω
From LSJ
English (LSJ)
strengthened for τερσαίνω, Prisc.p.301 D., Hsch.
Spanish (DGE)
secar por completo Prisc.11.2.306, Hsch., Sud.
German (Pape)
[Seite 606] verstärktes τερσαίνω, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
διατερσαίνω: ἐπιτεταμ. τερσαίνω, Ἡσύχ., Πρισκ. Ἐκκλ. Ἱστ. σ. 184.
Greek Monolingual
διατερσαίνω (Α)
καταξεραίνω, στεγνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τερσαίνω < τέρσομαι].