διατρητικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση
2. αυτός που μπορεί να διατρυπά.
3. φρ. «διατρητική μηχανή» — μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].